παλιμμήκη

παλιμμήκη
παλιμμήκης
as long again
neut nom/voc/acc pl (attic epic doric)
παλιμμήκης
as long again
masc/fem/neut nom/voc/acc dual (doric aeolic)
παλιμμήκης
as long again
masc/fem acc sg (attic epic doric)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • τρίβος — η, ΝΜΑ και τρίβος, ὁ, Α 1. πολυσύχναστος δρόμος, δημόσιος δρόμος («ἑτοιμάσατε τήν ὁδὸν τοῡ κυρίου, εὐθείας ποιεῖτε τὰς τρίβους τοῦ Θεοῦ ἡμῶν», ΠΔ) 2. (γενικά) δρόμος αρχ. 1. δρόμος που έχει πατηθεί 2. τριβή, προστριβή («τρίβος κρηπῑδος», Αρετ.) 3 …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”